ἴβανον

ἴβανον
ἴβανον
rope of a draw-well
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ίβανον — ἴβανον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιβάνη] …   Dictionary of Greek

  • ιβάνη — ἰβάνη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κάδος, ἀντλητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησύχ. ιβάνη και ίβανον συνδέονται με το ρ. είβω «διαχέω, επεκτείνομαι» …   Dictionary of Greek

  • ιβανώ — ἰβανῶ, άω (Α) [ίβανον] (κατά τον Ησύχ.) αντλώ νερό από το πηγάδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”